ἁρμονίζω

ἁρμονίζω
Ἁρμον-ίζω,
A frame, in [voice] Pass., μεμνημένος . . ἐξ οἵης ἡρμόνισαι (prob. for -ισας)

καλάμης AP7.472.16

(Leon.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρμονίζω — (Α ἁρμονίζω) [αρμονία] εναρμονίζω αρχ. συναρμολογώ …   Dictionary of Greek

  • Ἁρμονίζων — Ἁρμονίζω frame pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… …   Dictionary of Greek

  • αρμόνιση — η (και σις, [ εως]) η εναρμόνιση, ο συντονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμονίζω. Ο όρος αρμόνισις μαρτυρείται από το 1895 από τον Σ. Σπάθη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ἁρμονιῶν — Ἁρμονίη fem gen pl Ἁρμονίζω frame fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”